Μαρτίου 30, 2007

Spirit of Ecstasy

[σ' αγαπώ, σ' αγαπώ, πού με βάζεις; Στο καπώ μου ψηλά να διατάζεις.]



Με αφορμή το post της almaro «Ο γερό Μπιλ ή η ιστορία ενός βρετανικού τοτέμ» και το αρχικό ερέθισμα από το «Quiz IV» του museologist, επιχειρούμε μια βουτιά στην ιστορία του γνωστότερου συμβόλου στην αυτοκινητιστική ιστορία, της «ιπτάμενης κυρίας» που κοσμεί το ψυγείο των Rolls Royce. Μια ιστορία άσβεστου πάθους, ανεκπλήρωτου έρωτα και κοινωνικών διακρίσεων, που θα έκανε ακόμη και τις τηλεοπτικές περσόνες της μεσημεριανής ζώνης να ριγήσουν.

Ήταν το 1910 όταν ο Λόρδος Montagu του Beaulieu (ο John Walter Edward-Scott-Montagu με τ’ όνομα), άνθρωπος με βαθιά συναίσθηση κοινωνικής ευθύνης και σεβασμό προς τα εργασιακά δικαιώματα, ξενυχτούσε αναζητώντας τρόπους να αποκαταστήσει τη χαμένη τιμή της πιστής του γραμματέως Eleanor Velasco Thornton. Η σκληρή πραγματικότητα της κοινωνικής του θέσης δεν του επέτρεπε να την νυμφευθεί, αφού στους κύκλους των ευγενών, οι κρυφές περιπέτειες ενίσχυαν την έξωθεν εικόνα ενός Λόρδου, μόνο εφόσον παρέμεναν… κρυφές. Κάπου εκεί, εν μέσω αναποδογυρισμένων βικτωριανών επίπλων και ατάκτως ερριμμένων ενδυμάτων – εν πολλοίς υπεύθυνων και για τις κοινωνικές διακρίσεις, ο John, με την Eleonor αγκαλιά και την πορσελάνη με το τέιον στο χέρι, βρήκε τη λύση! Μπορεί η Eleonor να μην είχε θέση δίπλα του στο ναό του Canterbury, είχε όμως θέση πάνω στο δεύτερο θηλυκό της προτίμησής του, την αγαπημένη του Rolls Royce. Παρήγγειλε λοιπόν στο γλύπτη Charles Robinson Sykes, ένα μικρό ομοίωμα της κρυφής του ερωμένης για το καπώ της νέας του λιμουζίνας (σ’ αγαπώ, σ’ αγαπώ, πού με βάζεις; Στο καπώ μου ψηλά να διατάζεις).

Μαγεμένη από τη σαγήνη της Eleonor, η εταιρία σκέφθηκε να υιοθετήσει την ιδέα του αγαλματιδίου, προκειμένου να αποφύγει τις αυτοσχέδιες μασκώτ αμφιβόλου αισθητικής που είχαν αρχίσει να εμφανίζονται στα αυτοκίνητά της με τις ύστερες διακοσμητικές επεμβάσεις της αριστοκρατίας. Ο Sykes είδε τις δουλειές του ν' ανοίγουν όταν η RR του ανέθεσε το έργο, όμως απογοητευμένος από το χαμηλό οικονομικό αντίτιμο, ίσως και λόγω του έρωτα που είχε αρχίσει να αναπτύσσει για το μοντέλο του, κατέφυγε σε μια ήπια αναπροσαρμογή του αρχικού σχεδίου γλυτώνοντας πολύτιμο χρόνο. Προς αποφυγή παρεξηγήσεων με το Λόρδο Montagu (που σημειωτέον ήταν και λίγο νευρικός), η Rolls Royce μετονόμασε το Whisperer σε Spirit of Ecstasy κι έτσι όλοι ήταν ευχαριστημένοι (εκτός ίσως από τους Αμερικάνους που προτίμησαν να το ονομάσουν Flying Lady).



Πιστεύοντας (για κάποιον ανεξήγητο λόγο) στη δική της αισθητική, η Rolls Royce κατασκεύασε και ένα άξιο βάθρο κατ' εικόνα και ομοίωση του… Παρθενώνα, με την Eleonor στην κορυφή του αετώματος. Πιστή στα αρχαιοελληνικά ιδεώδη του μέτρου, εξωράισε τρίγλυφα, μετόπες και ζωφόρους, τα οποία πλέον εκτίθενται κάπου 200 μίλια νοτιότερα από το εργοστάσιο κατασκευής, στο Βρετανικό Μουσείο.

Από το 1911 και μετά, κάθε Rolls Royce φέρει την απαστράπτουσα σιλουέτα της Eleonor με τις ανεμίζουσες πτυχώσεις του φορέματός της να ανοίγουν το δρόμο προς την κοινωνική ανέλιξη. Με εξαίρεση τις περιπτώσεις επαφής με κάποιο εμπόδιο, οπότε και η «ιπτάμενη κυρία» εξαφανίζεται αυτόματα μέσα στο ψυγείο για λόγους ασφαλείας αν όχι από σεμνοτυφία, το σύμβολο της τετράτροχης επιτομής της πολυτέλειας βρίσκεται πάντα εκεί για να θυμίζει στον ευτυχή ιδιοκτήτη την ακάματη βοηθό της δικής του καθημερινότητας και να υπεν-θυμίζει τις άκαμπτες κοινωνικές δομές που μπορούν να στείλουν μια σύντροφο από το πίσω κάθισμα στο καπώ.





Εναλλακτική εκδοχή του Spirit of Ecstasy, εμπνευσμένη από μαρξιστική ερμηνεία της πάλης των τάξεων. Πριν αναφωνήσετε "that's the spirit", διευκρινίζουμε ότι η εκδοχή δεν φέρει την έγκριση της εταιρίας.


Αλήθειες και μύθοι για τις Rolls Royce:

  • Ποτέ δεν θα βρείτε αποτσίγαρα στο σταχτοδοχείο μιας Rolls Royce. Αδειάζει αυτομάτως. (ούτως ή άλλως θα το έκανε ο σωφέρ)
  • Η ψυκτική ικανότητα του συστήματος κλιματισμού μιας Rolls Royce Silver Spirit ισοδυναμεί με 30 οικιακά ψυγεία. (για όσους αναρωτιούνται για τα αίτια των κλιματικών αλλαγών)
  • Αναρτημένες πινακίδες στο χώρο του εργοστασίου προειδοποιούν: «Προσοχή! Αθόρυβα αυτοκίνητα». (έξω από αυτό;)
  • Σύμφωνα με μια παλιά διαφημιστική καμπάνια του David Ogilvy: «Ο δυνατότερος ήχος σε μια Rolls Royce που κινείται με 100 χλμ/ώρα, είναι το τικ-τακ του ωρολογιού» (ο μόνος λόγος που η εταιρία εμμένει στα ωρολόγια συμβατικής τεχνολογίας είναι από σεβασμό στην παράδοση)
  • Αν τοποθετήσετε έναν νεαρό αφρικανό ελέφαντα στο πίσω κάθισμα μιας Rolls Royce, το αυτοκίνητο θα «καθήσει» μόνον 3 εκατοστά. (η εταιρία δεν συνιστά αυτό το πείραμα)
  • Ο Αριστοτέλης Ωνάσης και ο Σταύρος Νιάρχος, μετά από γεύμα στη Νέα Υόρκη, περνούν έξω από μια αντιπροσωπεία της Rolls Royce και αποφασίζουν να αγοράσουν από μια Corniche. Καθώς ο Νιάρχος παραλαμβάνει το λογαριασμό, ο Ωνάσης του φωνάζει: «όχι, όχι Σταύρο. Αυτές δικές μου. Εσύ πλήρωσες το φαγητό». (η επιτομή του large Έλληνα)

ακόμη περισσότερα:

Μαρτίου 08, 2007

Jean Baudrillard







“Today every desire, plan, need, every passion and relation is abstracted (or materialized) as sign and as object to be purchased and consumed” - The System of Objects, 1968


Κατά τον Jean Baudrillard, τόσο η μαρξιστική όσο και η κλασική οικονομική θεωρία του Adam Smith επιχείρησαν να ερμηνεύσουν τις δομές της καταναλωτικής κοινωνίας, μέσα από το εσφαλμένο και περιοριστικό πρίσμα της αξίας χρήσης των αντικειμένων. Σύμφωνα όμως με τον ίδιο: "ενώ όλοι είναι ίσοι μπροστά στα αντικείμενα ως αξία χρήσης, δεν είναι διόλου ίσοι μπροστά στα αντικείμενα ως σημεία και διαφορές, που είναι βαθύτατα ιεραρχημένα". Μέσα λοιπόν από την αγορά και κατανάλωση των αγαθών, ο καταναλωτής δεν καλύπτει απλά μια λειτουργική του ανάγκη, αλλά εντάσσει τον εαυτό του σε ένα σύστημα σημείων (signs) που υποδηλώνουν τα ατομικά και κοινωνικά του χαρακτηριστικά. Αναπτύσσοντας τη θεωρία μιας κοινωνίας κατευθυνόμενης από το καταναλωτικό σύστημα, στο οποίο οι ανάγκες (ανα)παράγονται ιδεολογικά, ο Jean Baudrillard προχώρησε πέρα από τις προηγούμενες θεωρίες διακρίνοντας τέσσερις συνολικά παράγοντες:
  • Τη χρηστική αξία ενός αντικειμένου, τον οργανικό του σκοπό (λ.χ. η πένα ως εργαλείο γραφής)
  • Την ανταλλακτική αξία, ή διαφορετικά την οικονομική του αξία (η πένα ως ισοδύναμο τριών μολυβιών ή ενός ημερομισθίου)
  • Τη συμβολική αξία (η πένα ως δώρο αποφοίτησης)
  • Τη σημειολογική αξία, δηλαδή την αξία του μέσα στο ευρύτερο σύστημα των αντικειμένων (η πένα ως αντικείμενο κοινωνικού status)

Η σκέψη του Baudrillard, έθεσε τις βάσεις της σύγχρονης σημειολογικής θεωρίας και ανάλυσης του σχεδιασμού. Μελετώντας τη γλώσσα των αντικειμένων που μας περιβάλλουν, κατέδειξε την ικανότητά τους να αρθρώνουν λόγο για τον ίδιο τον ιδιοκτήτη, τις αξίες, τις επιθυμίες και τις ελπίδες του.

Ένα μεγάλο μέρος των περιεχομένων αυτού του blog, όπως και κάθε προσπάθειας που επιχειρεί εμπεριστατωμένα να μελετήσει το ρόλο των αντικειμένων στο σύγχρονο πολιτισμό, διαπνέεται από τη σκέψη σημειολόγων όπως ο Roland Barthes, o Umberto Eco και ο Jean Baudrillard. Πέρα από τις γενικές επιρροές της σκέψης του τελευταίου στη ρητορική του design που αναπτύσσεται στα antikeimena, ειδικές αναφορές στον Jean Baudrillard μπορείτε να εντοπίσετε στα post: Κοινωνικές διακρίσεις… για παιδιά και Le fabuleux destin d' Amelie Poulain.

Δείτε ακόμη τις σχετικές αναφορές των museologist και almaro.

_______________________________

Προς Jean Baudrillard:

Σ' ευχαριστώ για όσα πρόσφερες στη σύγχρονη σκέψη και τον πολιτισμό.

Σ' ευγνωμονώ που με βοήθησες να εκφράσω -συχνά μέσα από τα ίδια σου τα λόγια- τις λεπτές αποχρώσεις των συλλογισμών για τα αντικείμενα, την κοινωνία και τον πολιτισμό.

Όπως σ' ευχαριστώ και για εκείνη τη μέρα που ξεπρόβαλες από το ράφι του βιβλιοπωλείου, κρατώντας μου έκτοτε συντροφιά στη μοναχική πορεία μιας διατριβής.

[σε μία χώρα που βυθισμένη στον τηλεοπτικό λήθαργο μιας ανούσιας πολιτικής επικαιρότητας και μιας ανόσιας ματιάς στις κλειδαρότρυπες των άλλων, δεν πρόλαβε ν' αναφερθεί σε σένα...]

Μαρτίου 01, 2007

Επιστημονικότητα και Ποίηση της Αυτοκίνησης

[ή, γιατί τα αυτοκίνητα έχουν ψυχή]


Αν ήθελα να περιγράψω το 2CV ως ένα κοινωνικό και πολιτισμικό φαινόμενο, παρά ως τεχνολογικό επίτευγμα, δεν θα υπήρχαν ιδανικότερα λόγια από εκείνα του νομπελίστα Γιόζεφ Μπρόντσκι (1940-1996): «Το 2CV στεκόταν εκεί ελαφρύ και ανυπεράσπιστο, χωρίς την απειλητική αίσθηση που συνοδεύει συνήθως τα οχήματα. Δεν είχα ξαναδεί κάτι φτιαγμένο από μέταλλο, που να χαρακτηρίζεται από τόσο απόλυτη έλλειψη έμφασης….Ήθελα να μπω μέσα και να το οδηγήσω, όχι για να το σκάσω, αλλά επειδή, μπαίνοντας, θα ένιωθα σαν να φόραγα ένα σακάκι ή μάλλον ένα αδιάβροχο και να ξεκινούσα για έναν περίπατο…. Αν θυμάμαι καλά, αυτό που αισθάνθηκα κοιτάζοντας εκείνο το αυτοκίνητο ήταν ευτυχία…»[i].


Αν πάλι έπρεπε να συνοδεύσω την εικόνα της Déesse με μια λεζάντα που να αποδίδει την ουσία της ύπαρξής της δεν θα προσέτρεχα σε κανένα αυτοκινητιστικό εγχειρίδιο, περιοδικό ή βιβλίο ιστορίας του σχεδιασμού· τουλάχιστον όχι περισσότερο από ότι στο κείμενο του Γάλλου φιλόσοφου Roland Barthes: «Νομίζω ότι τα αυτοκίνητα είναι σήμερα σχεδόν το ακριβές ισοδύναμο των μεγάλων Γοτθικών Καθεδρικών Ναών: εννοώ το ανώτατο δημιούργημα μιας εποχής, που συλλαμβάνεται με πάθος από άγνωστους καλλιτέχνες και καταναλώνεται ως εικόνα αν όχι ως χρήση από έναν ολόκληρο πληθυσμό που τα αντιμετωπίζει σαν ένα καθαρά μαγικό αντικείμενο.

Είναι προφανές ότι η νέα Citroen έχει πέσει από τον ουρανό, από τη στιγμή που με την πρώτη ματιά προβάλλει ως ένα αντικείμενο υπερβατικό. Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι ένα αντικείμενο είναι ο καλύτερος αγγελιοφόρος ενός κόσμου πάνω από εκείνον της φύσης: κάποιος μπορεί εύκολα να διακρίνει αμέσως σε ένα αντικείμενο μία τελειότητα και ταυτόχρονα μια έλλειψη καταγωγής, μια αυτάρκεια και μια λαμπρότητα, μια μετατροπή της ζωής σε ύλη (η ύλη είναι πολύ περισσότερο μαγική από τη ζωή), με μια λέξη μία σιγή που ανήκει στο βασίλειο των παραμυθιών. Η D.S. – η “Θεά” – έχει όλα τα χαρακτηριστικά … ενός αντικειμένου από ένα άλλο σύμπαν, από εκείνα που τροφοδότησαν τη νεομανία του 18ου αιώνα και εκείνη της επιστημονικής μας φαντασίας: η Déesse είναι πρώτα και κύρια ένας νέος Ναυτίλος»[ii].

Αναζητώντας την πεμπτουσία των δύο θρύλων της αυτοκίνησης, συναντάμε δυο κείμενα που εδρεύουν λιγότερο στο πεδίο της επιστημονικότητας του σχεδιασμού και περισσότερο σε εκείνο της τέχνης (λογοτεχνία και σημειολογία -που ως επιστήμη των συμβόλων διατηρεί στενούς δεσμούς με την τέχνη).
.
Η διαπίστωση ότι το αυτοκίνητο αποτελεί κάτι περισσότερο από την απλή συνένωση των μερών του δεν διεκδικεί δάφνες πρωτοτυπίας, πολύ περισσότερο ανάμεσα στους λάτρεις του κλασικού αυτοκινήτου. Δίχως να αρνούμαστε τη γοητεία που μπορεί να ασκεί η μηχανολογική αρτιότητα μιας ιδέας από το παρελθόν, είναι φανερό ότι αν κάτι αγγίζει τη θυμική μας διάσταση, αυτό είναι η οντολογική υπόσταση του αυτοκινήτου. Αν κάπου εκεί, στις προσωπικές και συλλογικές μνήμες που αναδύει το πέρασμα ενός αυτοκινήτου στο χώρο και χρόνο, εδρεύει η ψυχή ενός φαινομενικά άψυχου αντικειμένου, αρχίζουμε να αντιλαμβανόμαστε την ποιητική έκφραση της αυτοκίνησης. Μιας έκφρασης στην οποία θα μπορούσαμε να συν-τάξουμε ένα πλήθος ακόμη αναφορών: από το ελάχιστα αντιπροσωπευτικό «Alfa Romeo» του Ο.Ελύτη, μέχρι το “La Guenon et son petit” του Pablo Picasso, την απεικόνιση της κίνησης στο εικαστικό έργο των Boccioni και Balla[iii] και βέβαια την ιδρυτική διακήρυξη των φουτουριστών[iv] όπου ο F.T.Marinetti αναγνωρίζει στην εικόνα ενός αυτοκινήτου που βρυχάται, με γιγάντιες εξατμίσεις –«σαν ερπετά που αναπνέουν με εκρήξεις»- μιαν ομορφιά ανώτερη από εκείνη της Νίκης της Σαμοθράκης.






Pablo Picasso, “La Guenon et son petit” (1951)
Ο εσωτερικός χώρος του αυτοκινήτου (εδώ κρανίο του πιθήκου) παρουσιάζεται ως ανάλογο του εαυτού, ένα πεδίο ψυχικής δραστηριότητας και έκφρασης.
















Giacomo Balla, “Αφηρημένη ταχύτητα” (1913), λάδι σε καμβά

Η περιγραφή ενός 2CV με βάση τα τεχνικά ή γεωμετρικά του χαρακτηριστικά είναι ελάχιστα ικανή να απεικονίσει τις ιδιαίτερες δυνάμεις και αρετές που το ανήγαγαν σε θρύλο. Ακόμη και η αναφορά στο brief του André Citroën για ένα αυτοκίνητο «που θα μπορεί να μεταφέρει δύο αγρότες με καπέλο και ένα κουτί αυγά στους κακοτράχαλους δρόμους της Γαλλίας», παρότι δικαιολογεί την εξύψωσή του σε κοινωνικό/πολιτισμικό σύμβολο του αντικομφορμισμού, ελάχιστα προσεγγίζει τη συναισθηματική έξαρση που προκαλεί το αυτοκίνητο μισό αιώνα αργότερα. Εδώ, ακόμη και εκφράσεις ή προσωνύμια όπως το «ασχημόπαπο» (2CV) και o «βάτραχος» (DS) αποδεικνύονται περισσότερο ικανά. Ο ειδικός του σχεδιασμού θα μπορούσε βέβαια να αναγνωρίσει στη θέα ενός 2CV τα τρία τόξα που συγκροτούν το προφίλ, τις σχέσεις πλήρων και κενών, τη λιτή διαμόρφωση των επιφανειών. Ακόμη όμως και η αρτιότερη επιστημονικά περιγραφή του σχεδιασμού θα επιζητούσε τη συνδρομή μεταφορικών όρων: έτσι, ‘ο χειρισμός των επιφανειών’ θα λέγονταν ότι ‘θυμίζει τενεκεδένιο παιχνίδι παρά λαξευμένο ογκόλιθο’. Ενώ το ίδιο το βίωμα της θέασης του αντικειμένου δεν θα μπορούσε και πάλι να ζωντανέψει έτσι όπως μέσα από τη ματιά του Μπρόντσκι.

Αυτή η αίσθηση ελαφρότητας ενός αδιάβροχου που το φοράς και ξεκινάς για έναν περίπατο εκφράζει τη βαθύτερη φιλοσοφία του 2CV περισσότερο απ’ όλα τα αντικομφορμιστικά τεχνικά του χαρακτηριστικά. Ή μάλλον –σωστότερα- οπτικοποιεί το μήνυμα του αντικομφορμισμού που διαφορετικά θα μπορούσε να κοινοποιηθεί μόνο με την ύστερη συνδρομή του μάρκετινγκ. Αυτή η ίδια αίσθηση ελαφρότητας σε προκαλεί και σε υποβάλει να γευτείς την (χαμένη πια) ξένοιαστη πλευρά της αυτοκίνησης, τη χαλαρότητα μιας βόλτας στο μεταπολεμικό Παρίσι, πολύ διαφορετικής από το «χαλαρά» μιας γενιάς που απαντά με πεισματική απάθεια στην απεμπόληση της ζωής από εικόνες.

Ομοίως, στο κείμενο του Barthes, η ουσία (το ‘μεδούλι’) κρύβεται περισσότερο στο «αγγελιοφόρος ενός κόσμου» και το «μετατροπή της ζωής σε ύλη» ή παρακάτω, στην «εκπόρνευση» όπως αναφέρει, του αντικειμένου μέσα από την οπτική και απτική διερεύνηση του κοινού, παρά σε μία κατ’ ανάγκη επιστημονική ματιά. Βέβαια ως ικανός σημειολόγος, ο Barthes περιγράφει την περίτεχνη αρμολόγηση που προάγει την ομοιογένεια της μορφής συγκρίνοντάς την με τα διαστημόπλοια της επιστημονικής φαντασίας – φτιαγμένα από ένα ενιαίο κομμάτι μετάλλου, αλλά καταφεύγει και στη λογοτεχνική παρομοίωση με τον άραφο χιτώνα του Χριστού. Για να καταλήξει: «Υπάρχουν στην DS οι απαρχές μιας νέας φαινομενολογίας της συναρμολόγησης, σαν να μεταπηδήσαμε από ένα κόσμο όπου τα στοιχεία συγκολλούνται, σε ένα κόσμο όπου αυτά αντιπαρατίθενται και συγκρατούνται μόνο χάρη στο θαυμαστό τους σχήμα, κάτι που ασφαλώς μας προϊδεάζει για μια φύση πιο καλόβολη».

Παρομοίως για το εσωτερικό, η αναφορά ξεκινά από τεχνολογική αφετηρία για να καταλήξει στην υποδήλωση μιας «στροφής από την αλχημεία της ταχύτητας στην απόλαυση της οδήγησης».

.

.

Το γεγονός ότι οι λόγιοι Brodski και Barthes κατάφεραν να προσεγγίσουν την ψυχή των Déesse και 2CV καλύτερα ίσως κι από τον αξεπέραστο L.J.K.Setright –του οποίου η τεχνική πένα ανέκαθεν βουτούσε σε λογοτεχνικό μελάνι– είναι ενδεικτικό μιας βαθύτερης οντολογικής ποιότητας που αδυνατεί να καταγραφεί σε οποιαδήποτε τεχνική περιγραφή. Ίσως γι’ αυτό και οι DS και 2CV να παραμένουν στα αυτοκίνητα που δεν αναβίωσε κανένα κίνημα σχεδιαστικού ρετροφουτουρισμού. Κι αν ο εικονολάτρης J.Mays ανέσυρε τη μορφή του εμβληματικού Σκαραβαίου σε μια σύγχρονη εκδοχή, ποιό μέρος της ψυχής του πρωτοτύπου δεν πουλήθηκε στον εωσφόρο μιας νοσταλγικής κενοδοξίας;


____________________

[i] Σώκου Κ., «Βγαλμένα από μυθιστόρημα», BHMAGAZINO, εφημ. Το Βήμα, 27/11/2005, σελ.98
[ii] Barthes Roland, “Mythologies”, Paladin, 1973
[iii] Χαραλαμπίδης Άλκης, «Η Τέχνη του Εικοστού Αιώνα», University Studio Press, Θεσσαλονίκη 1990, Τόμος Ι, σελ.148
[iv] Marinetti Filippo Tommaso, “Le Futurisme”, Le Figaro, Παρίσι, 20 Φεβρουαρίου 1909, σελ.1

[το κείμενο αυτό έχει δημοσιευθεί στην περιοδική έκδοση της Λέσχης Κλασικού Αυτοκινήτου Μακεδονίας (ΛΕ.Κ.Α.Μ.), καθώς και στο περιοδικό Auto Business Review (τεύχος 3)]