Σεπτεμβρίου 12, 2007

Στο Πήλιο με Alfa GT



Παρασκευή απόγευμα. Σαν έτοιμος από καιρό, κατευθύνθηκα προς την αντιπροσωπεία της Alfa Romeo με το φθινοπωρινό ψιλόβροχο ανίκανο να με πτοήσει. Η θερμοκρασία είχε πάρει την κατιούσα και ο ουρανός ήταν αρκετά μουντός για να χαλάσει τα σχέδια ενός σαββατοκύριακου. ‘Όχι όμως αυτού του σαββατοκύριακου. Έφτασα στις καινούριες εγκαταστάσεις ακριβώς στις επτά. Ήταν εκεί και με περίμενε. Το ίδιο όμορφη όσο και στα όνειρά μου. Μια από τις σπάνιες φορές που η πραγματικότητα τολμούσε να ξεπεράσει τις προσδοκίες ενός μυαλού που ονειρεύεται. Ασημί μεταλλική, επάνω στις 18άρες ζάντες της έκδοσης Veloce, με δερμάτινο εσωτερικό παρακαλώ. Μαύρο δέρμα με κόκκινες ραφές στα εξαιρετικά μπάκετ καθίσματα, τις πόρτες και το τιμόνι. Κεντημένο logo στα προσκέφαλα. Λεβιές ταχυτήτων και ποδωστήρια από αλουμίνιο.

Και βέβαια, μια σιλουέτα ανυπέρβλητης δυναμικής κομψότητας με την υπογραφή “disegno BERTONE” στα πλαϊνά. Έχοντας αντικρίσει τη νέα Brera από την πένα του Giugiaro, κάποιος θα σκεφτόταν πως η GT ανήκει στην περασμένη γενιά ακολουθώντας τη σχεδιαστική φιλοσοφία της 147. Όχι από κοντά. Η υπόστασή της στον απτό κόσμο της πραγματικότητας δείχνει πως δεν υπάρχει σύγκριση. H GT είναι απλά διαφορετική. Το ασημί χρώμα τονίζει τη γλυπτική διαμόρφωση των επιφανειών, εντείνει την ισορροπημένη αντίθεση ανάμεσα στα κενά και τα πλήρη και κάνει τα ιδιαίτερης αισθητικής φωτιστικά σώματα στο πίσω μέρος να ξεχωρίζουν.
.


Πλησιάζω, αγγίζω τη χειρολαβή της πόρτας του οδηγού και παρατηρώ το τζάμι να υποχωρεί κατάτι αστραπιαία στο άνοιγμά της. Το παράθυρο δεν έχει πλαίσιο. Ξανασφραγίζει ανεβαίνοντας αυτόματα καθώς κλείνω την πόρτα δίπλα μου. Η μυρωδιά του δέρματος και τα μπάκετ καθίσματα που αγκαλιάζουν το σώμα με κάνουν να αισθάνομαι την ιδιαίτερη σχέση –σχεδόν ερωτική- που αναπτύσσεις μ’ αυτό το αυτοκίνητο. Γυρίζω το κλειδί κι ακολουθώ την τελετουργία της μύησης. Ρυθμίζω τις αποστάσεις, παρατηρώ τα χειριστήρια, ψηλαφίζω τα υλικά. Είναι στα αλήθεια δική μου για το σαββατοκύριακο.

Λίγη ώρα αργότερα, στην περιφερειακή, με τις αποσκευές στο πόρτ μπαγκάζ και τα αγαπημένα CD στο ντουλαπάκι αφήνω τη βροχερή Θεσσαλονίκη πίσω μου. Το ραντεβού με την Ο. είναι στη Λάρισα, στις 9:30. Η ζεστή αγκαλιά του καθίσματος, η χαμηλή και άνετη θέση οδήγησης, το σκουρόχρωμο εσωτερικό και τα μικρά παράθυρα με κάνουν να αισθάνομαι προστατευμένος μέσα σ’ ένα κουκούλι. Μπροστά μου, ο κόκκινος φωτισμός του ταμπλώ και το κάδρο του τοπίου να ξετυλίγεται σούρουπο. Γύρω μου, αγαπημένες μουσικές από το εξαιρετικό στερεοφωνικό της Bose με το ανεξάρτητο γούφερ και τα τουιτεράκια στις πόρτες. Με την politically correct ταχύτητα των 140 χιλιομέτρων, το ταξίδι είναι ανέλπιστα άνετο. Η κάθε στιγμή, τόσο πολύτιμη που δεν θέλω να τελειώσει ποτέ. Το απόλυτο βίωμα του παρόντος.

Λίγο έξω από τη Λάρισα, το τηλεφώνημα μεταθέτει τον τόπο συνάντησης στη… Ραψάνη. Το τρένο δεν έχει ανακοινώσει τη Λάρισα και η παρέα έχει χάσει τη στάση. Μικρό το κακό σκέφτομαι. Με αυτό το αυτοκίνητο, η επιστροφή των 30(+30) χιλιομέτρων μόνο απόλαυση μπορεί να είναι. «Ξέρεις, δύο κοπέλες έπαθαν το ίδιο με μένα και πηγαίνουν στο Βόλο. Μήπως μπορούμε να τις πάρουμε;». Άκου λέει. Και βέβαια. Το ασημί κουπέ σταματά απέναντι από τη σκοτεινή στάση φωτίζοντας τη νύχτα. «Ευκαιρία να δούμε αν θα χωρέσουμε τέσσερις σε ένα κουπέ» σκέφτομαι. Και ω του θαύματος. Τα 320 λίτρα του χώρου αποσκευών βολεύουν τις τσάντες των κοριτσιών και τα ίδια βολεύονται –άνετα όπως μου απαντάνε- στις πίσω θέσεις. Για δες σκέφτομαι. Ένα κουπέ όχι 2+2, αλλά τεσσάρων κανονικών θέσεων. Όσοι έχουν ασχοληθεί με το σχεδιασμό, γνωρίζουν πως η εξασφάλιση ενός αξιοπρεπούς χώρου για τους πίσω επιβάτες αντίκειται σοβαρά στη δυναμικότητα του προφίλ που προστάζει χαμήλωμα της οροφής και κεκλιμένα πλαϊνά παράθυρα. Φαίνεται πως ο Bertone έχει βρει τη χρυσή τομή εδώ πέρα. Την ίδια χρυσή τομή που έχουν πετύχει και οι μηχανικοί κάνοντας ένα αυτοκίνητο με εξαιρετικό στήσιμο στις στροφές και χαμηλοπρόφιλα ελαστικά να ταξιδεύει άνετα στην εθνική οδό.

Το ταξίδι γίνεται ακόμη πιο όμορφο με την παρουσία της Ο. αλλά και την ανέλπιστη παρέα των Ζ. και Μ. στο πίσω κάθισμα. Ευχάριστη συζήτηση, γνωριμία και μουσική Jazz. Εντυπωσιασμός και σχόλια για τα ακούσματα αλλά και για το αυτοκίνητο! Η Ζ. αναγνωρίζει τη GT, είναι από τα αγαπημένα της μου εξηγεί, και κάπως έτσι αρχίζω να αντιλαμβάνομαι πως ένα αντικείμενο μπορεί να στείλει την αυτοπεποίθησή σου στα ουράνια. Πρωτοετείς φοιτήτριες που ακούνε Jazz και ξέρουν από αυτοκίνητα δεν πρέπει να υπάρχουν πολλές.

Η άφιξη στο Βόλο, μας βρίσκει (την Ο. κι εμένα) με δυο καινούριες φίλες, ανταλλαγή κινητών και την υπόσχεση ενός καφέ την επομένη. Ο δρόμος συνεχίζεται προς τη Βυζίτσα, καθώς έχουμε αργήσει και στον ξενώνα η ξενοδόχος μας περιμένει. Το τελευταίο τηλεφώνημα μας βρίσκει στις Μηλιές, 2 χιλιόμετρα πιο κάτω. Ώσπου ν΄ανέβουμε, η Α. έχει βγει στο δρόμο να μας προϋπαντήσει. Δεν είναι εύκολο να βρεις το μονοπάτι του ξενώνα τη νύχτα…



Το πρωί μας βρίσκει σε ένα αρχοντικό του 19ου αιώνα. Άψογα αποκατεστημένο, με σεβασμό στην ιστορία και την παράδοση και μόλις δύο δωμάτια στον δεύτερο όροφο όπου μένουμε. Ο υπόλοιπος χώρος με τα δύο σαχνισιά ένας απέραντος οντάς με θέα τον Παγασητικό. Το πλούσιο πρωινό μας περιμένει στην αυλή, κάτω από το φύλλωμα, με τα ακτινίδια να κρέμονται από πάνω μας.



Γεμίζουμε με ενέργεια (τροφή και φωτοσύνθεση γαρ) και η μέρα ξεκινά. Μια βόλτα στα καλντερίμια της Βυζίτσας αποκαλύπτει γωνιά-γωνιά την ομορφιά του τόπου. Αρχοντικά, κατάφυτες αυλές και μονοπάτια, καλαίσθητα καφενεδάκια και μια πλατεία που της πρέπει: με μεγάλα πλατάνια, ψάθινες καρέκλες και καρώ τραπεζομάντηλα.
.


Ο ήχος του τηλεχειρισμού μας καλωσορίζει. Κάτω απ’ το δέντρο, με το φως της ημέρας, η GT δείχνει ακόμη πιο όμορφη. Ο διζωνικός αυτόματος κλιματισμός που μέχρι πρότινος θεωρούσα πολυτέλεια αποδεικνύεται χρήσιμος. Η Ο. βολεύεται στους 28 βαθμούς κι εγώ στους 21 και ξεκινάμε. Το Πήλιο μας περιμένει.

Αφήνουμε τις κοντινές Μηλιές για την επόμενη μέρα και κατευθυνόμαστε προς Λεχώνια, Βόλο και γραμμή προς Πορταριά. Η ανάβαση –γνωστή ειδική διαδρομή των ράλλυ- δεν με αφήνει ασυγκίνητο. Η Ο. δείχνει αξιοσημείωτη αντοχή στα ξεσπάσματα αδρεναλίνης που η φύση μου επιβάλλει. Η GT ξεχύνεται στο φιδίσιο δρόμο με περισσή ταχύτητα, ξεδιπλώνοντας τις αρετές της: ακαριαίες επιταχύνσεις, συγκλονιστική επιβράδυνση και απόλυτο κράτημα στις στροφές. Τα ηλεκτρονικά συστήματα ευστάθειας, αντισπιναρίσματος και αντιμπλοκαρίσματος (VDC, ASR και ABS) παρεμβαίνουν διακριτικά και μόνο σε ακραίες περιστάσεις. Το γρήγορο τιμόνι (με τις μόλις 2,1 στροφές απ’ άκρη σ’ άκρη) κάνει την οδήγηση ξεκούραστη και επιτρέπει αστραπιαίες μικροδιορθώσεις με τις ελάχιστες δυνατές κινήσεις. Βέβαια η υδραυλική υποβοήθηση είναι κομματάκι έντονη, όμως κοντά στο όριο επιτρέπει την απαραίτητη ανατροφοδότηση του οδηγού. Το αυτοκίνητο δε γλυστράει, δε σπινάρει, παρά μόνο ξεχύνεται μπροστά με τη δύναμη του ανέμου. Το όριο δείχνει ακόμα πολύ μακριά…



Στάση στο πρώτο ξέφωτο για τη θέα κι έπειτα Μακρυνίτσα για καφέ. Η όμορφη πόλη του Βόλου ξεδιπλώνεται μπροστά στα μάτια μας μεσ’ την αγκάλη του Παγασητικού. Το πλούσιο φύλλωμα των δέντρων μας προστατεύει, ο αέρας μπολιάζει τα πνευμόνια και καθαρίζει το μυαλό. Η συζήτηση ανοίγει, φέρνει το μοίρασμα, τις διηγήσεις, τις εξομολογήσεις.
.


Αγαπημένος προορισμός η Μακρυνίτσα κι οι επισκέπτες πολλοί. Καλό αυτό. Α, να και κάποια να μας φωτογραφίσει μαζί. Και φύγαμε για Πορταριά. Μήπως να σταματήσουμε για προμήθειες; Τα γλυκά του κουταλιού φέρνουν το ένα τ’ άλλο καθώς οι αγαπημένοι που θέλουμε να θυμηθούμε ξεπηδούν ένας ένας στη σκέψη μας. Νεραντζάκι, πορτοκάλι, κυδώνι… εκείνα τα φυρίκια της Ο. ακόμη τα ζηλεύω. Έπρεπε να πάρω κι εγώ... Α, ναι. Κι ένα βαζάκι με μανιτάρια. Σαν τουρίστες κάνουμε. Ευκαιρία να γεμίσω κι εκείνα τα designάτα θερμός που αγόρασα πέρυσι κι ακόμη να τα χρησιμοποιήσω. Δροσερό και γάργαρο νερό για το δρόμο. Κι ευτυχώς είναι αρκετός ακόμη.

Η ορεινή διάβαση των Χανίων μας φέρνει από την άλλη πλευρά του βουνού, και το Αιγαίο πέλαγος ανοίγεται μπροστά μας. Κάπου εκεί, ανάμεσα στα δέντρα (Καστανιές απ’ ότι διαβάζω, αφού ως παιδιά της πόλης αγνοούμε και τα στοιχειώδη) και κάτω από το αυτοσχέδιο υπόστεγο, μια κυρία πουλάει ξακουστά μήλα του Πηλίου.

Ταξιδεύουμε για λίγο παρέα με ένα μικρό κίτρινο ζουζούνι (Seicento Sporting) που έχει βγει για γούστα και ανοίγει το δρόμο. Θέλουμε να προλάβουμε τη μέρα. Είναι ήδη απόγευμα. Ένα σύντομο πέρασμα από Ζαγορά, μια βόλτα στο ρέμα με τις σχιστόπλακες και την οργιάζουσα βλάστηση και κατευθυνόμαστε προς την παραλία του Αγ.Ιωάννη. Η πλαζ είναι έρημη. Στην παιδική χαρά μόνο ο απόηχος της ημέρας και στο γήπεδο του beach volley ούτε ψυχή. Είναι η ώρα που ο ήλιος πέφτει πίσω απ’ το βουνό, η θερμοκρασία τον ακολουθεί και η αίσθηση πως το καλοκαίρι έχει τελειώσει δεν μπορεί να μας αφήσει.



Όταν φτάνουμε στη Νταμούχαρη είναι ήδη σούρουπο. Κατεβαίνουμε το μονοπάτι, περνάμε το στενό σοκάκι κι αγναντεύουμε τη θάλασσα. Διαλέγουμε ταβερνάκι και βολευόμαστε. Η εκπομπή του δεύτερου προγράμματος που ακούγεται από τα μεγάφωνα είναι ιδανική επιλογή στην περισυλλογή μας. Η αποχώρησή μας συνοδεύεται και από το απαραίτητο παραλειπόμενο, καθώς ένας ντόπιος μας πληροφορεί πως στις 24, 25 και 26 του μηνός τα ίχνη μας θα ακολουθήσει και η Meryl Streep για τα γυρίσματα της ταινίας Mamma Mia. Εκτός απροόπτου λοιπόν το 2008 η Νταμούχαρη στους κινηματογράφους.

Είμαστε κουρασμένοι. Τα άνετα καθίσματα μας παίρνουν αγκαλιά, και με τη συνοδεία του Δεληβοριά μας οδηγούν πίσω στη βάση μας. Ώσπου η Ο. να πάρει το μπάνιο της, ξεχύνομαι στη διαδρομή Μηλιές-παραλία και πίσω αναζητώντας –μάταια- τα όρια αυτής της Alfa Romeo. Μια τελευταία έκρηξη αδρεναλίνης πριν τον χαλαρωτικό ύπνο.



Το επόμενο πρωί, ένα ακόμη πλουσιοπάροχο τραπέζι μας περιμένει. Ευχαριστούμε την Α. για την υπέροχη φιλοξενία, υποσχόμαστε στο επανειδείν και ξεκινάμε για Μυλοπόταμο. Η ώρα φαίνεται να μας κυνηγάει καθώς έχουμε καθυστερήσει. Να ένα καλό άλλοθι για γρήγορη οδήγηση. Ο Μυλοπόταμος είναι μαγευτικός. Θα μπορούσαμε και να βουτήξουμε αλλά προτιμούμε να καθίσουμε στα σκαλοπάτια απολαμβάνοντας τη θέα και ξεχνώντας το χρόνο. Η επαναφορά στην πραγματικότητα μας βάζει σε αντίστροφη μέτρηση. Τελευταίος σταθμός οι Μηλιές. Μια στάση για τυρόψωμο και χορτόπιτα στον ξακουστό φούρνο, μερικά ακόμη πακέτα στο πόρτ μπαγκάζ και μετά για φαγητό στον Παλιό Σταθμό. Μαγευτικό τοπίο μιας άλλης εποχής, χαλάσματα πνιγμένα στο πράσινο και καταπληκτική κουζίνα από το Στάθη. Άξιο τέλος μιας υπέροχης εκδρομής.

Ο Βόλος φέρνει τον αποχαιρετισμό στο σταθμό των λεωφορείων. Καθώς η Ο. παίρνει το δρόμο του γυρισμού προς τα νότια, η επιστροφή μου με την Alfa προς την άλλη κατεύθυνση φαντάζει μοναχική.

Το ταξίδι κυλά χωρίς απρόοπτα και η στιγμιαία ένδειξη των 200 χιλιομέτρων στο κοντέρ έρχεται μόνο ως συμπλήρωμα της εμπειρίας. Σταθερό και εξαιρετικά ευθύβολο το αυτοκίνητο, αλλά οι ταχύτητες στον ανοιχτό δρόμο ποτέ δε με μάγεψαν όσο η πρόκληση στις στροφές. Πίσω στη Θεσσαλονίκη για να προλάβω τις κοινωνικές υποχρεώσεις. Τι άδοξος τρόπος για να κλείσεις ένα τέτοιο τριήμερο σκέφτομαι… Ευτυχώς δυο-τρεις ώρες είναι αρκετές.

Περασμένα μεσάνυχτα κατευθύνομαι πια προς το σπίτι. «Δεν θα κλείσω αυτή τη σχέση μου με την Alfa παρά μόνο με τον τρόπο που τις αξίζει», σκέφτομαι. «Μια τελευταία διαδρομή, οι δυο μας». Η ανάβαση προς Πετροκέρασα είναι δρόμος γνώριμος. Το αυτοκίνητο είναι πλέον οικείο και οι ρυθμοί μπορούν να ανεβούν με ασφάλεια. Οι πλευρικές επιταχύνσεις που βιώνω είναι πρωτόγνωρες. Επιτέλους κοντά στο όριο. Ο δίλιτρος κινητήρας βρυχάται ανεβάζοντας αγόγγυστα στροφές στην ανηφορική διαδρομή. Ακόμη και η ηθελημένα βίαιη επιβράδυνση στην είσοδο της στροφής προκαλεί μια ανεπαίσθητη μόλις μετατόπιση της ουράς καθώς το VDC αναλαμβάνει να σε μαζέψει, ενώ η επιτάχυνση στην έξοδο δεν μπορεί να προκαλέσει κάτι περισσότερο από ελεγχόμενη υποστροφή.. Το εξαιρετικό στήσιμο του αυτοκινήτου και η γεωμετρία της ανάρτησης είναι από μόνα τους αρκετά για να εγγυηθούν την ασφάλειά σου. Τα ηλεκτρονικά συστήματα είναι μια επιπρόσθετη δικλείδα ασφαλείας και δεν ξέρω σε ποια απερίσκεπτη υπερβολή θα έπρεπε να καταφύγει κανείς για να αγγίξει τα όρια του κινδύνου. Αυτή είναι όμως μονάχα η μια όψη αυτής της Ιταλίδας καλλονής. Η άλλη όψη, είναι εκείνη ενός άνετου, πολυτελούς coupe με 4 πραγματικές θέσεις (ακόμη κι αν οι πίσω θέτουν περιορισμούς στο ανάστημα), ποιότητα κύλισης και ευχέρεια στο ταξίδι. Αν ο όρος GT εξακολουθεί να αναφέρεται σε αυτοκίνητα μεγάλου τουρισμού (Grande Turismo), τότε η Alfa Romeo GT δικαιώνει απόλυτα τον χαρακτηρισμό. Ταξιδεύει άνετα στο εθνικό και επαρχιακό οδικό δίκτυο και είναι πρόθυμη να σου προσφέρει οδηγική ευχαρίστηση όπου και όποτε τη ζητήσεις.

Το αχαλίνωτο πάθος της ανάβασης, διαδέχεται η νωχελική ευφορία της επιστροφής. Οδηγός και αυτοκίνητο, σαν ένα σώμα, χαλαρώνουν στο ρυθμό ενός ήρεμου νυχτερινού περιπάτου.

Κοιτάζω έξω από το παράθυρο του δωματίου την GT σταθμευμένη στην απέναντι αλάνα. Αύριο το πρωί θα είναι πίσω στη θέση της, αφήνοντας ένα πλατύ χαμόγελο στα χείλη μου και την ανεξίτηλη ανάμνηση μιας μαγευτικής εκδρομής στην καρδιά μου. Από τις ανταμοιβές της ζωής, στις οποίες, δεν μπορώ ν’ αρνηθώ την ευγνωμοσύνη μου.

_____________________________________

Ευχαριστώ πολύ τα στελέχη της ΕΜΙΚΟ ΑΕ για την παραχώρηση του αυτοκινήτου, καθώς και για τη σχέση αμοιβαίας εκτίμησης και σεβασμού.

Το αυτοκίνητο της δοκιμής ήταν η Alfa Romeo GT 2.0 JTS Distinctive Veloce με τον δίλιτρο κινητήρα άμεσου ψεκασμού απόδοσης 165 ίππων.

Στα 900 περίπου χιλιόμετρα που διανύσαμε (εκτός αστικού κύκλου), η μέση κατανάλωση κυμάνθηκε στα 11,4 λίτρα/100χλμ., συμπεριλαμβανομένων των χιλιομέτρων γρήγορης οδήγησης.