Μαρτίου 01, 2007

Επιστημονικότητα και Ποίηση της Αυτοκίνησης

[ή, γιατί τα αυτοκίνητα έχουν ψυχή]


Αν ήθελα να περιγράψω το 2CV ως ένα κοινωνικό και πολιτισμικό φαινόμενο, παρά ως τεχνολογικό επίτευγμα, δεν θα υπήρχαν ιδανικότερα λόγια από εκείνα του νομπελίστα Γιόζεφ Μπρόντσκι (1940-1996): «Το 2CV στεκόταν εκεί ελαφρύ και ανυπεράσπιστο, χωρίς την απειλητική αίσθηση που συνοδεύει συνήθως τα οχήματα. Δεν είχα ξαναδεί κάτι φτιαγμένο από μέταλλο, που να χαρακτηρίζεται από τόσο απόλυτη έλλειψη έμφασης….Ήθελα να μπω μέσα και να το οδηγήσω, όχι για να το σκάσω, αλλά επειδή, μπαίνοντας, θα ένιωθα σαν να φόραγα ένα σακάκι ή μάλλον ένα αδιάβροχο και να ξεκινούσα για έναν περίπατο…. Αν θυμάμαι καλά, αυτό που αισθάνθηκα κοιτάζοντας εκείνο το αυτοκίνητο ήταν ευτυχία…»[i].


Αν πάλι έπρεπε να συνοδεύσω την εικόνα της Déesse με μια λεζάντα που να αποδίδει την ουσία της ύπαρξής της δεν θα προσέτρεχα σε κανένα αυτοκινητιστικό εγχειρίδιο, περιοδικό ή βιβλίο ιστορίας του σχεδιασμού· τουλάχιστον όχι περισσότερο από ότι στο κείμενο του Γάλλου φιλόσοφου Roland Barthes: «Νομίζω ότι τα αυτοκίνητα είναι σήμερα σχεδόν το ακριβές ισοδύναμο των μεγάλων Γοτθικών Καθεδρικών Ναών: εννοώ το ανώτατο δημιούργημα μιας εποχής, που συλλαμβάνεται με πάθος από άγνωστους καλλιτέχνες και καταναλώνεται ως εικόνα αν όχι ως χρήση από έναν ολόκληρο πληθυσμό που τα αντιμετωπίζει σαν ένα καθαρά μαγικό αντικείμενο.

Είναι προφανές ότι η νέα Citroen έχει πέσει από τον ουρανό, από τη στιγμή που με την πρώτη ματιά προβάλλει ως ένα αντικείμενο υπερβατικό. Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι ένα αντικείμενο είναι ο καλύτερος αγγελιοφόρος ενός κόσμου πάνω από εκείνον της φύσης: κάποιος μπορεί εύκολα να διακρίνει αμέσως σε ένα αντικείμενο μία τελειότητα και ταυτόχρονα μια έλλειψη καταγωγής, μια αυτάρκεια και μια λαμπρότητα, μια μετατροπή της ζωής σε ύλη (η ύλη είναι πολύ περισσότερο μαγική από τη ζωή), με μια λέξη μία σιγή που ανήκει στο βασίλειο των παραμυθιών. Η D.S. – η “Θεά” – έχει όλα τα χαρακτηριστικά … ενός αντικειμένου από ένα άλλο σύμπαν, από εκείνα που τροφοδότησαν τη νεομανία του 18ου αιώνα και εκείνη της επιστημονικής μας φαντασίας: η Déesse είναι πρώτα και κύρια ένας νέος Ναυτίλος»[ii].

Αναζητώντας την πεμπτουσία των δύο θρύλων της αυτοκίνησης, συναντάμε δυο κείμενα που εδρεύουν λιγότερο στο πεδίο της επιστημονικότητας του σχεδιασμού και περισσότερο σε εκείνο της τέχνης (λογοτεχνία και σημειολογία -που ως επιστήμη των συμβόλων διατηρεί στενούς δεσμούς με την τέχνη).
.
Η διαπίστωση ότι το αυτοκίνητο αποτελεί κάτι περισσότερο από την απλή συνένωση των μερών του δεν διεκδικεί δάφνες πρωτοτυπίας, πολύ περισσότερο ανάμεσα στους λάτρεις του κλασικού αυτοκινήτου. Δίχως να αρνούμαστε τη γοητεία που μπορεί να ασκεί η μηχανολογική αρτιότητα μιας ιδέας από το παρελθόν, είναι φανερό ότι αν κάτι αγγίζει τη θυμική μας διάσταση, αυτό είναι η οντολογική υπόσταση του αυτοκινήτου. Αν κάπου εκεί, στις προσωπικές και συλλογικές μνήμες που αναδύει το πέρασμα ενός αυτοκινήτου στο χώρο και χρόνο, εδρεύει η ψυχή ενός φαινομενικά άψυχου αντικειμένου, αρχίζουμε να αντιλαμβανόμαστε την ποιητική έκφραση της αυτοκίνησης. Μιας έκφρασης στην οποία θα μπορούσαμε να συν-τάξουμε ένα πλήθος ακόμη αναφορών: από το ελάχιστα αντιπροσωπευτικό «Alfa Romeo» του Ο.Ελύτη, μέχρι το “La Guenon et son petit” του Pablo Picasso, την απεικόνιση της κίνησης στο εικαστικό έργο των Boccioni και Balla[iii] και βέβαια την ιδρυτική διακήρυξη των φουτουριστών[iv] όπου ο F.T.Marinetti αναγνωρίζει στην εικόνα ενός αυτοκινήτου που βρυχάται, με γιγάντιες εξατμίσεις –«σαν ερπετά που αναπνέουν με εκρήξεις»- μιαν ομορφιά ανώτερη από εκείνη της Νίκης της Σαμοθράκης.






Pablo Picasso, “La Guenon et son petit” (1951)
Ο εσωτερικός χώρος του αυτοκινήτου (εδώ κρανίο του πιθήκου) παρουσιάζεται ως ανάλογο του εαυτού, ένα πεδίο ψυχικής δραστηριότητας και έκφρασης.
















Giacomo Balla, “Αφηρημένη ταχύτητα” (1913), λάδι σε καμβά

Η περιγραφή ενός 2CV με βάση τα τεχνικά ή γεωμετρικά του χαρακτηριστικά είναι ελάχιστα ικανή να απεικονίσει τις ιδιαίτερες δυνάμεις και αρετές που το ανήγαγαν σε θρύλο. Ακόμη και η αναφορά στο brief του André Citroën για ένα αυτοκίνητο «που θα μπορεί να μεταφέρει δύο αγρότες με καπέλο και ένα κουτί αυγά στους κακοτράχαλους δρόμους της Γαλλίας», παρότι δικαιολογεί την εξύψωσή του σε κοινωνικό/πολιτισμικό σύμβολο του αντικομφορμισμού, ελάχιστα προσεγγίζει τη συναισθηματική έξαρση που προκαλεί το αυτοκίνητο μισό αιώνα αργότερα. Εδώ, ακόμη και εκφράσεις ή προσωνύμια όπως το «ασχημόπαπο» (2CV) και o «βάτραχος» (DS) αποδεικνύονται περισσότερο ικανά. Ο ειδικός του σχεδιασμού θα μπορούσε βέβαια να αναγνωρίσει στη θέα ενός 2CV τα τρία τόξα που συγκροτούν το προφίλ, τις σχέσεις πλήρων και κενών, τη λιτή διαμόρφωση των επιφανειών. Ακόμη όμως και η αρτιότερη επιστημονικά περιγραφή του σχεδιασμού θα επιζητούσε τη συνδρομή μεταφορικών όρων: έτσι, ‘ο χειρισμός των επιφανειών’ θα λέγονταν ότι ‘θυμίζει τενεκεδένιο παιχνίδι παρά λαξευμένο ογκόλιθο’. Ενώ το ίδιο το βίωμα της θέασης του αντικειμένου δεν θα μπορούσε και πάλι να ζωντανέψει έτσι όπως μέσα από τη ματιά του Μπρόντσκι.

Αυτή η αίσθηση ελαφρότητας ενός αδιάβροχου που το φοράς και ξεκινάς για έναν περίπατο εκφράζει τη βαθύτερη φιλοσοφία του 2CV περισσότερο απ’ όλα τα αντικομφορμιστικά τεχνικά του χαρακτηριστικά. Ή μάλλον –σωστότερα- οπτικοποιεί το μήνυμα του αντικομφορμισμού που διαφορετικά θα μπορούσε να κοινοποιηθεί μόνο με την ύστερη συνδρομή του μάρκετινγκ. Αυτή η ίδια αίσθηση ελαφρότητας σε προκαλεί και σε υποβάλει να γευτείς την (χαμένη πια) ξένοιαστη πλευρά της αυτοκίνησης, τη χαλαρότητα μιας βόλτας στο μεταπολεμικό Παρίσι, πολύ διαφορετικής από το «χαλαρά» μιας γενιάς που απαντά με πεισματική απάθεια στην απεμπόληση της ζωής από εικόνες.

Ομοίως, στο κείμενο του Barthes, η ουσία (το ‘μεδούλι’) κρύβεται περισσότερο στο «αγγελιοφόρος ενός κόσμου» και το «μετατροπή της ζωής σε ύλη» ή παρακάτω, στην «εκπόρνευση» όπως αναφέρει, του αντικειμένου μέσα από την οπτική και απτική διερεύνηση του κοινού, παρά σε μία κατ’ ανάγκη επιστημονική ματιά. Βέβαια ως ικανός σημειολόγος, ο Barthes περιγράφει την περίτεχνη αρμολόγηση που προάγει την ομοιογένεια της μορφής συγκρίνοντάς την με τα διαστημόπλοια της επιστημονικής φαντασίας – φτιαγμένα από ένα ενιαίο κομμάτι μετάλλου, αλλά καταφεύγει και στη λογοτεχνική παρομοίωση με τον άραφο χιτώνα του Χριστού. Για να καταλήξει: «Υπάρχουν στην DS οι απαρχές μιας νέας φαινομενολογίας της συναρμολόγησης, σαν να μεταπηδήσαμε από ένα κόσμο όπου τα στοιχεία συγκολλούνται, σε ένα κόσμο όπου αυτά αντιπαρατίθενται και συγκρατούνται μόνο χάρη στο θαυμαστό τους σχήμα, κάτι που ασφαλώς μας προϊδεάζει για μια φύση πιο καλόβολη».

Παρομοίως για το εσωτερικό, η αναφορά ξεκινά από τεχνολογική αφετηρία για να καταλήξει στην υποδήλωση μιας «στροφής από την αλχημεία της ταχύτητας στην απόλαυση της οδήγησης».

.

.

Το γεγονός ότι οι λόγιοι Brodski και Barthes κατάφεραν να προσεγγίσουν την ψυχή των Déesse και 2CV καλύτερα ίσως κι από τον αξεπέραστο L.J.K.Setright –του οποίου η τεχνική πένα ανέκαθεν βουτούσε σε λογοτεχνικό μελάνι– είναι ενδεικτικό μιας βαθύτερης οντολογικής ποιότητας που αδυνατεί να καταγραφεί σε οποιαδήποτε τεχνική περιγραφή. Ίσως γι’ αυτό και οι DS και 2CV να παραμένουν στα αυτοκίνητα που δεν αναβίωσε κανένα κίνημα σχεδιαστικού ρετροφουτουρισμού. Κι αν ο εικονολάτρης J.Mays ανέσυρε τη μορφή του εμβληματικού Σκαραβαίου σε μια σύγχρονη εκδοχή, ποιό μέρος της ψυχής του πρωτοτύπου δεν πουλήθηκε στον εωσφόρο μιας νοσταλγικής κενοδοξίας;


____________________

[i] Σώκου Κ., «Βγαλμένα από μυθιστόρημα», BHMAGAZINO, εφημ. Το Βήμα, 27/11/2005, σελ.98
[ii] Barthes Roland, “Mythologies”, Paladin, 1973
[iii] Χαραλαμπίδης Άλκης, «Η Τέχνη του Εικοστού Αιώνα», University Studio Press, Θεσσαλονίκη 1990, Τόμος Ι, σελ.148
[iv] Marinetti Filippo Tommaso, “Le Futurisme”, Le Figaro, Παρίσι, 20 Φεβρουαρίου 1909, σελ.1

[το κείμενο αυτό έχει δημοσιευθεί στην περιοδική έκδοση της Λέσχης Κλασικού Αυτοκινήτου Μακεδονίας (ΛΕ.Κ.Α.Μ.), καθώς και στο περιοδικό Auto Business Review (τεύχος 3)]

5 σχόλια:

enteka είπε...

πολύ ενδιαφέρον ποστ
:)

antikeimena είπε...

ευχαριστώ! :)

(ξαναπέρνα αργότερα - ακόμη στρώνω το layout)

museologist είπε...

Πολύ δυνατό κείμενο! Το αυτοκίνητο ως ετεροτοπία.

speira είπε...

Συνεπαρμενη...τρωω τη σκονη σας αγαπητε!

Alexis Stamatis είπε...

αν και δεν οδηγω - οποια αναπηρία- μεσω Μπροντσκι απηλαυσα την Ποιηση της αυτοκίνησης!