Μαΐου 12, 2008

Χαιρέτα μας τον πλάτανο...



Το αντικείμενο

Ερμηνεύοντας το ρόλο της πλατείας ως σημείου συνάντησης στο δημόσιο χώρο, ο Samuel Wilkinson και οι Oloom σχεδίασαν αυτό το τεχνητό δέντρο από μέταλλο και ξύλο για την Flonville της Λωζάννης. Σύμφωνα με τους δημιουργούς, τα κριτήρια σχεδιασμού υπαγορεύτηκαν από τις χρηστικές ανάγκες για κάθισμα, σκιά και οπτική επικοινωνία με τον περιβάλλοντα χώρο. Το σύγχρονο δέντρο της Flonville έχει ύψος 12 μέτρα και χαρακτηρίζεται από την πρισματική επιφάνεια του ξύλινου καφασωτού «φυλλώματος» και τις μεταλλικές «ρίζες» που ξεπροβάλλουν σε διάφορα σημεία της πλατείας ως παγκάκια.

Η διανόηση

Σύμφωνα με τον Jappe[1], ο Ντεμπόρ, ακριβέστερα και νωρίτερα από πολλούς άλλους, διαπίστωσε πως: «ό,τι είχε βιωθεί άμεσα απομακρύνθηκε από τον εαυτό του και υποβιβάστηκε στην αναπαράστασή του» (Κοινωνία του Θεάματος, §1) και ότι το θέαμα, ως «η κυρίως παραγωγή της σημερινής κοινωνίας» (ΚτΘ, §15), είναι «η επιβεβαίωση της φαινομενικότητας και η επιβεβαίωση κάθε ανθρώπινης –δηλαδή κοινωνικής- ζωής, ως απλής φαινομενικότητας» (ΚτΘ, §10).



Οι αναμνήσεις

Καταϊδρωμένος, με τα κοντά παντελόνια και τη μπάλα στο χέρι έτρεξα μέχρι την πλατεία. Ο θείος ήταν εκεί, κάτω από το γερο-πλάτανο, μαζί με τους άλλους θειούς του χωριού.
- ντόρτια!
- Α ρε Ντάφ, παλ’ πόρτις φτιάνς…
Ήχος από ζάρια, λουκούμι κι ελληνικός καφές που τότε λεγόταν τούρκικος. Α ναι, και μια πορτοκαλάδα με καλαμάκι για τον μικρό. Με τα πόδια να κρέμονται απ’ την ψάθινη καρέκλα, καθισμένος εκεί, κάτω από το γιγάντιο πλατάνι, στον καφενέ του κυρ-Βαγγέλη, να θαυμάζω την ξακουστή τέχνη του θείου στο τάβλι. Ήταν μεγάλος τεχνίτης ο θείος στο τάβλι – εντάξει, έκλεβε και λίγο, αλλά κι αυτό με τέχνη. Τα γέλια και τα πειράγματα δίναν κι έπαιρναν…

Κάτω απ’ αυτόν τον πλάτανο θ’ απολάμβανα τη φυσική δροσιά, το θρόισμα των φύλλων και τις μυρωδιές της άνοιξης… Στο ρυτιδιασμένο του κορμό θα «τα φυλούσα» στο κρυφτό, ή θα ψηλάφιζα την ιστορία του χωριού αγγίζοντας τα ίχνη από τις σφαίρες που ο πόλεμος άφησε στα σπλάχνα του. Ή πάλι αργότερα, ένα βράδυ καλοκαιριού, θα χάραζα το όνομά της συνομωτικά, με μοναδικό μάρτυρά μου τα τριζόνια.

Ο θείος δεν είναι πια εδώ. Αν ακούσετε ήχους από ζάρια του παραδείσου να μου πείτε, να ξέρω πως είναι καλά. Ούτε όμως και οι εφηβικοί έρωτες είναι πουθενά τριγύρω. Μείναν μονάχα τα αρχικά μας κι ο γερο-πλάτανος… να περιμένουν τα δικά μας παιδιά σαν τα ρυτιδιασμένα μας χέρια αναλάβουν το τάβλι…

και... το δια ταύτα

Αν τώρα αποκαλύψω ως έδρα των αναμνήσεων ένα χωριό της Κοζάνης (και πιστέψτε με, δεν το κάνω για τις ανάγκες της αφήγησης), τότε πιθανόν και να συμφωνήσουμε στην αποκήρυξη του αφορισμού «τι Λωζάννη τι Κοζάνη».

Στη Flonville δεν θα χαρείτε τη δροσιά της φυσικής σκιάς, ούτε θ’ ακούσετε το θρόισμα των φύλλων. Οι μυρωδιές της φύσης δεν θα αγγίξουν τα ρουθούνια σας και οι άκρες των δακτύλων δύσκολα θα ψηλαφίσουν κάτι παραπάνω από το ψυχρό μέταλλο του «κορμού». Όπως ψυχρά βέβαια θα παραμείνουν και τα οπίσθια επάνω στο μεταλλικό παγκάκι. Το δέντρο της Flonville είναι ένα δέντρο για τα μάτια σας μόνο.

Όχι βέβαια ότι αυτό θα μ’ εμποδίσει να θαυμάσω τη σύνθεση του Samuel, ή να τη φωτογραφίσω στην επόμενη επίσκεψή μου στη Λωζάννη.



[1] Jappe Anselm, Το Τέλος της Τέχνης στον Αντόρνο και τον Ντεμπόρ, μετ. Λία Γυιόκα, εκδόσεις των ξένων, Θεσσαλονίκη, 2007, σελ.36
_______________________________

διαβάστε περισσότερα για: