
Προφέρεται “η κορνίζα” με την ορθογραφία (e) να διευκρινίζει ότι πρόκειται για μία ηλεκτρονική κορνίζα της ψηφιακής εποχής. Η κατασκευάστρια Philips θα μπορούσε να τη διαφημίζει με το σλόγκαν "αναμνήσεις πάντα φρέσκες". Εδώ δεν υπάρχει πατίνα, η εικόνα δεν παλιώνει. Οι μέρες, οι μήνες, τα χρόνια δεν περνούν από πάνω της. Η φωτογραφία παύει να είναι η ίδια μια ανάμνηση – μένει μια απλή εικόνα, αλώβητη από το χρόνο. Μια φωτογραφία που δεν θα κιτρινίσει ποτέ, δεν θα κάνει ρωγμές, δεν θα τσακίσει στις γωνίες. Μια φωτογραφία που δεν θα παλιώσει μαζί μας, δεν θα μπει στο σεντούκι, ούτε στο κουτί που αναμοχλεύει τις αναμνήσεις μας.
Εδώ, η ανάμνηση δεν είναι πλέον απτή. Είναι περισσότερο εικονική από ποτέ. Σβήνει αν τη βγάλεις από την πρίζα. Παύει να υφίσταται μόλις εκλείψει η ηλεκτρική ενέργεια που την τροφοδοτεί.
Δίχως την υλική της υπόσταση, η φωτογραφία δεν είναι πλέον φετίχ. Μπροστά στην ίδια κορνίζα, οι εικόνες εναλλάσσονται, οι αναμνήσεις διαδέχονται η μία την άλλη. Όχι σε μια αλληλουχία που ακολουθεί τη ροή της σκέψης, τη φυσική διαδοχή των εικόνων ενός συνειρμού, παρά σε μία σειρά ηλεκτρονικά προκαθορισμένη και αποθηκευμένη στη μνήμη της κορνίζας. Η εικόνα είναι ασταθής, αναποφάσιστη για το ποια ιστορία να διηγηθεί. Αποσπασματική. Κατακερματισμένη. Διχασμένη όπως και η ζωή στη μεταμοντέρνα μας εποχή.
Και ταυτόχρονα πιο ζωντανή από ποτέ: φωτεινή, λαμπερή – το ίδιο μάλιστα λαμπερή στο φως ή στο σκοτάδι, κινούμενη σαν αληθινή.
Η στιγμή που ζήσαμε παγώνει στο χρόνο, όχι όμως και η φωτογραφία. Αυτή γεννιέται άυλη και καταδικασμένη να τριγυρνά σε σκληρούς δίσκους, CD και memory sticks. Μια φωτογραφία που δεν πρόλαβε να γίνει χαρτί κι έτσι δεν υπόκειται στους κανόνες φθοράς του αδυσώπητου χρόνου. Η στιγμή που ζήσαμε δεν «αποτυπώνεται». Συνεχίζει να αιωρείται στο χρόνο, σαν ένα φάντασμα, σαν μια υπόθεση που δεν έχει ξεκαθαρίσει παρά γυρίζει πίσω για να κλείσει ανοιχτές εκκρεμότητες.
Εδώ, η ανάμνηση δεν είναι πλέον απτή. Είναι περισσότερο εικονική από ποτέ. Σβήνει αν τη βγάλεις από την πρίζα. Παύει να υφίσταται μόλις εκλείψει η ηλεκτρική ενέργεια που την τροφοδοτεί.
Δίχως την υλική της υπόσταση, η φωτογραφία δεν είναι πλέον φετίχ. Μπροστά στην ίδια κορνίζα, οι εικόνες εναλλάσσονται, οι αναμνήσεις διαδέχονται η μία την άλλη. Όχι σε μια αλληλουχία που ακολουθεί τη ροή της σκέψης, τη φυσική διαδοχή των εικόνων ενός συνειρμού, παρά σε μία σειρά ηλεκτρονικά προκαθορισμένη και αποθηκευμένη στη μνήμη της κορνίζας. Η εικόνα είναι ασταθής, αναποφάσιστη για το ποια ιστορία να διηγηθεί. Αποσπασματική. Κατακερματισμένη. Διχασμένη όπως και η ζωή στη μεταμοντέρνα μας εποχή.
Και ταυτόχρονα πιο ζωντανή από ποτέ: φωτεινή, λαμπερή – το ίδιο μάλιστα λαμπερή στο φως ή στο σκοτάδι, κινούμενη σαν αληθινή.
Η στιγμή που ζήσαμε παγώνει στο χρόνο, όχι όμως και η φωτογραφία. Αυτή γεννιέται άυλη και καταδικασμένη να τριγυρνά σε σκληρούς δίσκους, CD και memory sticks. Μια φωτογραφία που δεν πρόλαβε να γίνει χαρτί κι έτσι δεν υπόκειται στους κανόνες φθοράς του αδυσώπητου χρόνου. Η στιγμή που ζήσαμε δεν «αποτυπώνεται». Συνεχίζει να αιωρείται στο χρόνο, σαν ένα φάντασμα, σαν μια υπόθεση που δεν έχει ξεκαθαρίσει παρά γυρίζει πίσω για να κλείσει ανοιχτές εκκρεμότητες.
.
Η ηλεκτρονική κορνίζα είναι ένα αντικείμενο αναπαραγωγής των αναμνήσεων εντυπωσιακό, ζωντανό και με νέες πρωτότυπες δυνατότητες. Μια συσκευή που προγραμματίζεται εύκολα και γρήγορα, που μπορεί να αλλάξει, αλλά και να διηγηθεί ιστορίες με τη διαδοχή των εικόνων της. Μια συσκευή που δεν καταργεί τη λειτουργία της ανθρώπινης μνήμης, απλά την εκφράζει μέσα από μια καινούρια φαινομενολογία της ανάκλησης. Ναι, ζούμε στην εποχή των εικόνων. Εικόνων που δεν κιτρινίζουν, δεν ψηλαφίζονται και δεν ποτίζουν από τα δάκρυα της θύμησης. Μήπως όμως δεν θα έπρεπε να κλείσουμε την αφή απ’ έξω;